Ετυμολογία

επεξεργασία
καραόκε < (άμεσο δάνειο) αγγλική karaoke < ιαπωνική カラオケ < (kara, άδειος) + オケ (oke) (< σύντμηση του オーケストラ (ōkesutora, ορχήστρα) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ɾaˈo.ke/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐ό‐κε

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καραόκε ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) μορφή διασκέδασης, αρχικά από την Ιαπωνία, στην οποία παίζονται ηχογραφήσεις τραγουδιών χωρίς τη φωνή του τραγουδιστή, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να τραγουδούν οι ίδιοι τους στίχους του τραγουδιού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.