Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατακάνα < (λόγιο δάνειο) ιαπωνική 片仮名 (katakana)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κατακάνα θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία