όλον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- όλον < αρχαία ελληνική ὅλον, ουδέτερο του ὅλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *solwos
Ουσιαστικό
επεξεργασία
όλον ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- τα πάντα, το σύνολο, η ολότητα
- Υβ Μπονφουά, η ζωή ως όλον[1]
- (φυσική) υποστοιχειώδες σωματίδιο, το holon ή chargon
Μεταφράσεις
επεξεργασία
όλον
|