aro
Βασκικά (eu) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
aro (eu)
- η ηλικία
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aro | aroj |
αιτιατική | aron | arojn |
aro (eo)
aro (eu)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aro | aroj |
αιτιατική | aron | arojn |
aro (eo)