Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σύνολον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του σύνολος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύνολος
    ⮡  επιρρηματική έκφραση: τὸ σύνολον, συνώνυμο του συνόλως: (συνολικά, γενικά)
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σύνολο