Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επισιτιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
επισιτιστ
ής
οι
επισιτιστ
ές
γενική
του
επισιτιστ
ή
των
επισιτιστ
ών
αιτιατική
τον
επισιτιστ
ή
τους
επισιτιστ
ές
κλητική
επισιτιστ
ή
επισιτιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επισιτιστής
<
επισιτίζω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επισιτιστής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που
επισιτίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επισιτιστής