επισίτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επισίτιση | οι | επισιτίσεις |
γενική | της | επισίτισης* | των | επισιτίσεων |
αιτιατική | την | επισίτιση | τις | επισιτίσεις |
κλητική | επισίτιση | επισιτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισιτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επισίτιση < ελληνιστική κοινή ἐπισίτισις
Ουσιαστικό επεξεργασία
επισίτιση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επισίτιση
|