ενικός         πληθυντικός  
budgétivore budgétivores

  Επίθετο

επεξεργασία

budgétivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για πρόσωπα) που ζει σε βάρος του δημόσιου
  2. (για πράγματα) που βαρύνει έναν προϋπολογισμό