budgétivore
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
budgétivore | budgétivores |
Επίθετο
επεξεργασίαbudgétivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σκωπτικό)
- (για πρόσωπα) που ζει σε βάρος του δημόσιου
- (για πράγματα) που βαρύνει έναν προϋπολογισμό
ενικός | πληθυντικός |
budgétivore | budgétivores |
budgétivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό