piscivore
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
piscivore | piscivores |
piscivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
piscivore | piscivores |
piscivore (fr) αρσενικό
- ιχθυοφάγο ζώο