Ετυμολογία

επεξεργασία
entomophage < entomo- + -phage

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃tɔmɔfaʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
entomophage entomophages

entomophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό