γυμνής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝiˈmnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐μνής
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
γυμνής
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γυμνής | οἱ | γυμνῆτες |
γενική | τοῦ | γυμνῆτος | τῶν | γυμνήτων |
δοτική | τῷ | γυμνῆτῐ | τοῖς | γυμνῆσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | γυμνῆτᾰ | τοὺς | γυμνῆτᾰς |
κλητική ὦ! | γυμνής | γυμνῆτες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυμνῆτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γυμνήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γυμνής < γυμνός + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γυμνής αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο ελαφριά οπλισμένος στρατιώτης
- (στον πληθυντικό)
- → δείτε τη λέξη γυμνῆτες
- (ελληνιστική σημασία) Γυμνοσοφισταί
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- γυμνήτης (ως ουσιαστικό, falsa lectio)
Επεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη γυμνός
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «γυμνής» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «γυμνής» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.