Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυμνίστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γυμνίστρι
α
οι
γυμνίστρι
ες
γενική
της
γυμνίστρι
ας
των
γυμνιστρι
ών
αιτιατική
τη
γυμνίστρι
α
τις
γυμνίστρι
ες
κλητική
γυμνίστρι
α
γυμνίστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυμνίστρια
<
γυμνιστής
+ κατάληξη θηλυκού
-ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυμνίστρια
θηλυκό
θηλυκό
του
γυμνιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυμνίστρια
βουλγαρικά
:
нудистка
(bg)
* *
γαλλικά
:
nudiste
(fr)
,
naturiste
(fr)
πολωνικά
:
nudystka
(pl)