ημίγυμνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημίγυμνος < (ελληνιστική κοινή) ἡμίγυμνος. Συγχρονικά αναλύεται σε ημί- + γυμνός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈmi.ʝi.mnos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /iˈmi.ʝi.mni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /iˈmi.ʝi.mno/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
ημίγυμνος, -η, -ο
- που εμφανίζεται με πολύ λίγα ρούχα αλλά δεν είναι τελείως γυμνός
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημίγυμνος