↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισόγυμνος η μισόγυμνη το μισόγυμνο
      γενική του μισόγυμνου της μισόγυμνης του μισόγυμνου
    αιτιατική τον μισόγυμνο τη μισόγυμνη το μισόγυμνο
     κλητική μισόγυμνε μισόγυμνη μισόγυμνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισόγυμνοι οι μισόγυμνες τα μισόγυμνα
      γενική των μισόγυμνων των μισόγυμνων των μισόγυμνων
    αιτιατική τους μισόγυμνους τις μισόγυμνες τα μισόγυμνα
     κλητική μισόγυμνοι μισόγυμνες μισόγυμνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μισόγυμνος < μισό- (<μισός) + γυμνός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈso.ʝi.mnos/

  Επίθετο

επεξεργασία

μισόγυμνος, -η, ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία