μισόγυμνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈso.ʝi.mnos/
Επίθετο
επεξεργασίαμισόγυμνος, -η, ο
Συνώνυμα
επεξεργασία- ημίγυμνος (επίσημο)
- μισοντυμένος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μισόγυμνος