γυμνότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
γυμνοτητ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | γυμνότης | αἱ | γυμνότητες | ||||
γενική | τῆς | γυμνότητος | τῶν | γυμνοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | γυμνότητῐ | ταῖς | γυμνότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | γυμνότητᾰ | τὰς | γυμνότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | γυμνότης | γυμνότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυμνότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | γυμνοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γυμνότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γυμνό(ς) + -της [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) γυμνότης ⇘ νέα ελληνικά: γυμνότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυμνότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «γυμνός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γυμνότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.