γύμνια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γύμνια | οι | γύμνιες |
γενική | της | γύμνιας | — | |
αιτιατική | τη | γύμνια | τις | γύμνιες |
κλητική | γύμνια | γύμνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γύμνια < μεσαιωνική ελληνική γύμνια < γυμν(ός) + -ια
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γύμνια θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος γυμνός
- (μεταφορικά) η έλλειψη, η ένδεια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γυμνός