Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμνάς < γυμνάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμνάς-άδος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο γυμνός
  2. ο γυμνασμένος