γυμνητεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γυμνητεύω < αρχαία ελληνική γυμνητεύω < γυμνήτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασία
γυμνητεύω
- (αμετάβατο) είμαι γυμνός, κάνω γυμνισμό
- φοράω κουρέλια
- (μεταφορικά) βρίσκομαι σε κατάσταση βαθιάς φτώχειας[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυμνητεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)