ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γύμνασῐς αἱ γυμνάσεις
      γενική τῆς γυμνάσεως τῶν γυμνάσεων
      δοτική τῇ γυμνάσει ταῖς γυμνάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γύμνασῐν τὰς γυμνάσεις
     κλητική ! γύμνασῐ γυμνάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμνάσει
γεν-δοτ τοῖν  γυμνασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γύμνασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γυμνάζω, γυμνα- + -σις [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) γύμνασις νέα ελληνικά: γύμναση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γύμνασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «γυμνάζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.