ὁπλιτοδρόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὁπλιτοδρόμος < αρχαία ελληνική ὁπλίτ(ης) + -ο- + -δρόμος (δρόμος)
Επίθετο
επεξεργασίαὁπλιτοδρόμος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή , αθλητισμός) που τρέχει σε αγώνα δρόμου με βαρύ οπλισμό (ὁπλίτης δρόμος), ως ὁπλίτης
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὁπλιτοδρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.