Δείτε επίσης: οπλιτοδρόμος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὁπλιτοδρόμος τὸ ὁπλιτοδρόμον
      γενική τοῦ/τῆς ὁπλιτοδρόμου τοῦ ὁπλιτοδρόμου
      δοτική τῷ/τῇ ὁπλιτοδρόμ τῷ ὁπλιτοδρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁπλιτοδρόμον τὸ ὁπλιτοδρόμον
     κλητική ! ὁπλιτοδρόμε ὁπλιτοδρόμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὁπλιτοδρόμοι τὰ ὁπλιτοδρόμ
      γενική τῶν ὁπλιτοδρόμων τῶν ὁπλιτοδρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὁπλιτοδρόμοις τοῖς ὁπλιτοδρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὁπλιτοδρόμους τὰ ὁπλιτοδρόμ
     κλητική ! ὁπλιτοδρόμοι ὁπλιτοδρόμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὁπλιτοδρόμω τὼ ὁπλιτοδρόμω
      γεν-δοτ τοῖν ὁπλιτοδρόμοιν τοῖν ὁπλιτοδρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὁπλιτοδρόμος < αρχαία ελληνική ὁπλίτ(ης) + -ο- + -δρόμος (δρόμος)

  Επίθετο επεξεργασία

ὁπλιτοδρόμος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

 
Ὁπλιτοδρόμος σε αγγείο (μουσείο Λούβρου).

  Πηγές επεξεργασία