Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.



Δείτε επίσης: ὁπλιτοδρόμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπλιτοδρόμος οι οπλιτοδρόμοι
      γενική του οπλιτοδρόμου των οπλιτοδρόμων
    αιτιατική τον οπλιτοδρόμο τους οπλιτοδρόμους
     κλητική οπλιτοδρόμε οπλιτοδρόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπλιτοδρόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁπλιτοδρόμος (επίθετο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπλιτοδρόμος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία