Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γύμνασμα τα γυμνάσματα
      γενική του γυμνάσματος των γυμνασμάτων
    αιτιατική το γύμνασμα τα γυμνάσματα
     κλητική γύμνασμα γυμνάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γύμνασμα < αρχαία ελληνική γύμνασμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γύμνασμα ουδέτερο

  1. η σωματική ή πνευματική άσκηση
    ...τούτο το εγκώμιο, δεν μπορεί να το γράψει διανοούμενος. Έστω κι αν το έγραφε μόνο για ρητορικό γύμνασμα, θα δημιουργούσε οπωσδήποτε αμφιβολίες για την προοδευτική του τοποθέτηση. (Νίκος Δήμου, Καπιταλισμού Εγκώμιον, 1977)

  Μεταφράσεις επεξεργασία