γύμνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γύμνωση | οι | γυμνώσεις |
γενική | της | γύμνωσης* | των | γυμνώσεων |
αιτιατική | τη | γύμνωση | τις | γυμνώσεις |
κλητική | γύμνωση | γυμνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γυμνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γύμνωση < αρχαία ελληνική γύμνωσις < γυμνόω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γύμνωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γυμνώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γύμνωση
|