Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γύμνωμα τα γυμνώματα
      γενική του γυμνώματος των γυμνωμάτων
    αιτιατική το γύμνωμα τα γυμνώματα
     κλητική γύμνωμα γυμνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γύμνωμα < γυμνώνω + -μα < αρχαία ελληνική γυμνόω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός) (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική stripping)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γύμνωμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία