γύμνωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γύμνωμα < γυμνώνω + -μα < αρχαία ελληνική γυμνόω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός) (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική stripping)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγύμνωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γυμνώνω
- η αφαίρεση όλων των ρούχων από κάποιον
- (μεταφορικά) η αφαίρεση του προστατευτικού περιβλήματος από κάτι
- (μεταφορικά) η κλοπή, η ληστεία