Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γυμνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γυμνώνω
  2. θα γυμνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γυμνώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

γυμνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γύμνωση