γυμνασιαρχέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γυμνασιαρχῶ | γυμνασιαρχοῦμαι |
Παρατατικός | ἐγυμνασιάρχουν | |
Μέλλοντας | ||
Αόριστος | ἐγυμνασιάρχησα | |
Παρακείμενος | γεγυμνασιάρχηκα | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γυμνασιαρχέω < γυμνασίαρχος ή γυμνασιάρχης
Ρήμα
επεξεργασίαγυμνασιαρχέω
- είμαι γυμνασίαρχος ή γυμνασιάρχης (διευθύνω την παλαίστρα και πληρώνω τους γυμναστές)
- (παθητικό) έχω ως γυμνασίαρχο