όπως τον γέννησε η μάνα του
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαόπως τον γέννησε η μάνα του
- χωρίς ένδυση
- απόλυτη γύμνια
- "γδύθηκε κι άρχισε να τρέχει στο δρόμο όπως τον γέννησε η μάνα του"
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όπως τον γέννησε η μάνα του