Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανουλίτσα οι μανουλίτσες
      γενική της μανουλίτσας
    αιτιατική τη μανουλίτσα τις μανουλίτσες
     κλητική μανουλίτσα μανουλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανουλίτσα < υποκοριστικό του μανούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανουλίτσα θηλυκό

  • ιδιαίτερα τρυφερή έκφραση για τη μητέρα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία