Ετυμολογία

επεξεργασία
μαμάκα < μαμά + -άκα (υποκοριστικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαμάκα θηλυκό

  • (τρυφερό, κυρίως παιδικό) μαμά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία