Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαμάκα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαμάκα
<
μαμά
+
-άκα
(υποκοριστικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαμάκα
θηλυκό
(
τρυφερό, κυρίως παιδικό
)
μαμά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαμάκα
αγγλικά
:
mummy
(en)
,
mommy
(en)
πολωνικά
:
mamusia
(pl)