Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mummy mummies

mummy (en)

  • η μούμια
      the mummies of Egypt’s Pharaohs - οι μούμιες των Φαραώ της Aιγύπτου

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • mummy στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
mummy < mum + -y

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mummy mummies

mummy (en)

Άλλες γραφές

επεξεργασία