μούμια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούμια | οι | μούμιες |
γενική | της | μούμιας | — | |
αιτιατική | τη | μούμια | τις | μούμιες |
κλητική | μούμια | μούμιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μούμια < μεσαιωνική ελληνική μούμια < ιταλική mumia < αραβική مُومِيَاء (mūmīyya)[1] < περσική مومیا (mumyā) < موم (mum, κερί)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μούμια θηλυκό
- ταριχευμένος νεκρός άνθρωπος ή ζώο, ιδιαίτερα με την τεχνική που ακολουθούσαν στην αρχαία Αίγυπτο, με υφασμάτινες ταινίες
- οποιοδήποτε ταριχευμένο ον
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μούμια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μούμια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας