μουμιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμουμιοποιώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουμιοποιώ | μουμιοποιούσα | θα μουμιοποιώ | να μουμιοποιώ | μουμιοποιώντας | |
β' ενικ. | μουμιοποιείς | μουμιοποιούσες | θα μουμιοποιείς | να μουμιοποιείς | (μουμιοποίει) | |
γ' ενικ. | μουμιοποιεί | μουμιοποιούσε | θα μουμιοποιεί | να μουμιοποιεί | ||
α' πληθ. | μουμιοποιούμε | μουμιοποιούσαμε | θα μουμιοποιούμε | να μουμιοποιούμε | ||
β' πληθ. | μουμιοποιείτε | μουμιοποιούσατε | θα μουμιοποιείτε | να μουμιοποιείτε | μουμιοποιείτε | |
γ' πληθ. | μουμιοποιούν(ε) | μουμιοποιούσαν(ε) | θα μουμιοποιούν(ε) | να μουμιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μουμιοποίησα | θα μουμιοποιήσω | να μουμιοποιήσω | μουμιοποιήσει | ||
β' ενικ. | μουμιοποίησες | θα μουμιοποιήσεις | να μουμιοποιήσεις | μουμιοποίησε | ||
γ' ενικ. | μουμιοποίησε | θα μουμιοποιήσει | να μουμιοποιήσει | |||
α' πληθ. | μουμιοποιήσαμε | θα μουμιοποιήσουμε | να μουμιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | μουμιοποιήσατε | θα μουμιοποιήσετε | να μουμιοποιήσετε | μουμιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | μουμιοποίησαν μουμιοποιήσαν(ε) |
θα μουμιοποιήσουν(ε) | να μουμιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουμιοποιήσει | είχα μουμιοποιήσει | θα έχω μουμιοποιήσει | να έχω μουμιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μουμιοποιήσει | είχες μουμιοποιήσει | θα έχεις μουμιοποιήσει | να έχεις μουμιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μουμιοποιήσει | είχε μουμιοποιήσει | θα έχει μουμιοποιήσει | να έχει μουμιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουμιοποιήσει | είχαμε μουμιοποιήσει | θα έχουμε μουμιοποιήσει | να έχουμε μουμιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μουμιοποιήσει | είχατε μουμιοποιήσει | θα έχετε μουμιοποιήσει | να έχετε μουμιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουμιοποιήσει | είχαν μουμιοποιήσει | θα έχουν μουμιοποιήσει | να έχουν μουμιοποιήσει |
|