mumio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mumio | mumioj |
αιτιατική | mumion | mumiojn |
mumio (eo)
- η μούμια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- mumio στη βικιπαίδεια της εσπεράντο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mumio | mumioj |
αιτιατική | mumion | mumiojn |
mumio (eo)