Ετυμολογία

επεξεργασία
momie < ιταλική mummia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔ.mi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
momie momies

momie (fr) θηλυκό