υπερκινητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερκινητικότητα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική hyperkinésie.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + κινητικότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.ci.ni.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐κι‐νη‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερκινητικότητα θηλυκό
- (ψυχολογία, ιατρική) διαταραχή ενός ατόμου η οποία χαρακτηρίζεται από διάσπαση της προσοχής, παρορμητικότητα και υπερδραστηριότητα
- ※ Τα άτομα που πάσχουν από σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα και έχουν διαπράξει κάποια παραβατική πράξη, δεν εγκληματούν ξανά εφόσον λάβουν το κατάλληλο φάρμακο, για την πάθησή τους.
- Φαρμακευτική αγωγή για την υπερκινητικότητα, Η Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 2012
- ※ Τα άτομα που πάσχουν από σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα και έχουν διαπράξει κάποια παραβατική πράξη, δεν εγκληματούν ξανά εφόσον λάβουν το κατάλληλο φάρμακο, για την πάθησή τους.
- η αυξημένη κινητικότητα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερκινητικότητα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υπερκινητικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)