μανιῶν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαμανιῶν, -ῶσα, -ῶν (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μανιῶν)
- (καθαρεύουσα) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μανιῶ
- ※ Ἐν τούτοις τοίνυν, εἰς αὐτὸ τὸ ζῇν κινδυνεύοντός μου, μανιῶντες ἐνθρονίζουσιν, ἁρπάσαντες τὸ περιβόλαιον τῆς ἐμῆς ἱερωσύνης, ἵνα τινά, καὶ αὐτὸν ἐξ αὐτῶν τῶν τολμησάντων τὰ εἰς ἐμὲ γεγενημένα ἀτοπήματα, εἰς τὸν τόπον τὸν ἐμόν. (Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων, Περὶ ὄρκου, ἐν Ἀθήναις 1846, σελ. 126.)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μανιῶν | ἡ | μανιῶσᾰ | τὸ | μανιῶν |
γενική | τοῦ | μανιῶντος | τῆς | μανιώσης | τοῦ | μανιῶντος |
δοτική | τῷ | μανιῶντῐ | τῇ | μανιώσῃ | τῷ | μανιῶντῐ |
αιτιατική | τὸν | μανιῶντᾰ | τὴν | μανιῶσᾰν | τὸ | μανιῶν |
κλητική ὦ! | μανιῶν | μανιῶσᾰ | μανιῶν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | μανιῶντες | αἱ | μανιῶσαι | τὰ | μανιῶντᾰ |
γενική | τῶν | μανιώντων | τῶν | μανιωσῶν | τῶν | μανιώντων |
δοτική | τοῖς | μανιῶσῐ(ν) | ταῖς | μανιώσαις | τοῖς | μανιῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | μανιῶντᾰς | τὰς | μανιώσᾱς | τὰ | μανιῶντᾰ |
κλητική ὦ! | μανιῶντες | μανιῶσαι | μανιῶντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μανιῶντε | τὼ | μανιώσᾱ | τὼ | μανιῶντε |
γεν-δοτ | τοῖν | μανιώντοιν | τοῖν | μανιώσαιν | τοῖν | μανιώντοιν |
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαμανιῶν, -ῶσα, -ῶν
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μανιῶ του μανιάω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμανιῶν θηλυκό
- γενική πληθυντικού του μανία