μανιάω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανιάω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μανί(α} + -άω
Ρήμα επεξεργασία
μανιάω
- (ελληνιστική κοινή) είμαι πολύ θυμωμένος, μανιώ, μανίζω, μανιάζω
Συγγενικά επεξεργασία
- μανία
- μανιουργέω (προξενώ θυμό)
→ και δείτε τη λέξη μαίνομαι
Πηγές επεξεργασία
- μανιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.