Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μανίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μανίζω
<
αρχαία ελληνική
μαίνομαι
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
maˈni.zo
/
Ρήμα
επεξεργασία
μανίζω
μανιάζω
, καταλαμβάνομαι από μανία
θυμώνω
,
νευριάζω
,
οργίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μανίζω