↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρωμένος η πετρωμένη το πετρωμένο
      γενική του πετρωμένου της πετρωμένης του πετρωμένου
    αιτιατική τον πετρωμένο την πετρωμένη το πετρωμένο
     κλητική πετρωμένε πετρωμένη πετρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρωμένοι οι πετρωμένες τα πετρωμένα
      γενική των πετρωμένων των πετρωμένων των πετρωμένων
    αιτιατική τους πετρωμένους τις πετρωμένες τα πετρωμένα
     κλητική πετρωμένοι πετρωμένες πετρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πετρώνω

πετρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία