πετρωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπετρωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πετρωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πετρωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πετρωμένος
πετρωμένων