πέτρη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πέτρη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέτρη, -ης θηλυκό
- ιωνικός & επικός τύπος του πέτρα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 4 (3-4)
- πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ· πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος | χάλκεον ἄρρηκτον, λισσὴ δ᾽ ἀναδέδρομε πέτρη.
- Πλωτό νησί, όλο το τείχος γύρω | χάλκινο, ακατάλυτο, κι ανηφορίζει ο βράχος κατακόρυφος.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ· πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος | χάλκεον ἄρρηκτον, λισσὴ δ᾽ ἀναδέδρομε πέτρη.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 35
- ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
- Μα τί το όφελος να λέω αυτά για τη βαλανιδιά ή για την πέτρα;
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 4 (3-4)
Πηγές
επεξεργασία- πέτρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέτρη, πέτρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.