↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετροφυής η πετροφυής το πετροφυές
      γενική του πετροφυούς* της πετροφυούς του πετροφυούς
    αιτιατική τον πετροφυή την πετροφυή το πετροφυές
     κλητική πετροφυή(ς) πετροφυής πετροφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετροφυείς οι πετροφυείς τα πετροφυή
      γενική των πετροφυών των πετροφυών των πετροφυών
    αιτιατική τους πετροφυείς τις πετροφυείς τα πετροφυή
     κλητική πετροφυείς πετροφυείς πετροφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετροφυής < ελληνιστική κοινή πετροφυής[1] < αρχαία ελληνική πέτρα + φύω

  Επίθετο

επεξεργασία

πετροφυής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πετροφυής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. πετροφυής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.