Δείτε επίσης: πέτρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πέτρα οι Πέτρες
      γενική της Πέτρας
    αιτιατική την Πέτρα τις Πέτρες
     κλητική Πέτρα Πέτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πέτρα < πέτρα (< αρχαία ελληνική πέτρα) και θηλυκό του Πέτρος (< γερμανική Petra ;) Κυρίως γερμανικό, αλλά όχι αποκλειστικά. Το συναντάμε και στα σουηδικά, φιλανδικά, ουγγρικά και διάφορες σλαβικές γλώσσες.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpe.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πέ‐τρα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πέτρα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. τοπωνύμια σε διάφορα σημεία του πλανήτη
  4. γνωστή αρχαία πόλη της Ιορδανίας σκαλισμένη στο βράχο, αρχαιολογικός χώρος και σημαντικός τουριστικός προορισμός

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία