Ιορδανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ιορδανία | οι | Ιορδανίες |
γενική | της | Ιορδανίας | των | Ιορδανιών |
αιτιατική | την | Ιορδανία | τις | Ιορδανίες |
κλητική | Ιορδανία | Ιορδανίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ιορδανία < Ιορδάνης (ο ποταμός) (εβραϊκά ירדן, yarden) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙορδανία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ιορδανία στη Βικιπαίδεια