Ιορδάνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ιορδάνης < ελληνιστική κοινή Ἰορδάνης < αρχαία εβραϊκή יַרְדֵּן (yarden, «ορμητική εκροή»)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.orˈða.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐ορ‐δά‐νης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιορδάνης αρσενικό
- όνομα ποταμού της Παλαιστίνης που πηγάζει από τους πρόποδες του όρους Ερμών και εκβάλλει στη Νεκρά Θάλασσα. Περνά από τα εδάφη της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ και της Συρίας
- ανδρικό όνομα
- ανδρικό επώνυμο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ιορδάνης στη Βικιπαίδεια