Ιορδανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ιορδανός | οι | Ιορδανοί |
γενική | του | Ιορδανού | των | Ιορδανών |
αιτιατική | τον | Ιορδανό | τους | Ιορδανούς |
κλητική | Ιορδανέ | Ιορδανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ιορδανός < Ιορδαν(ία) + -ός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιορδανός αρσενικό (θηλυκό Ιορδανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ιορδανία ή έχει ιορδανική υπηκοότητα