Ετυμολογία

επεξεργασία
πετρελαιοπαραγωγός < πετρελαιο- + -παραγωγός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η πετρελαιοπαραγωγός το πετρελαιοπαραγωγό
      γενική του/της πετρελαιοπαραγωγού του πετρελαιοπαραγωγού
    αιτιατική τον/την πετρελαιοπαραγωγό το πετρελαιοπαραγωγό
     κλητική πετρελαιοπαραγωγέ πετρελαιοπαραγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρελαιοπαραγωγοί τα πετρελαιοπαραγωγά
      γενική των πετρελαιοπαραγωγών των πετρελαιοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις πετρελαιοπαραγωγούς τα πετρελαιοπαραγωγά
     κλητική πετρελαιοπαραγωγοί πετρελαιοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πετρελαιοπαραγωγός, -ός, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία