Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετρελαιοκηλίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πετρελαιοκηλίδ
α
οι
πετρελαιοκηλίδ
ες
γενική
της
πετρελαιοκηλίδ
ας
των
πετρελαιοκηλίδ
ων
αιτιατική
την
πετρελαιοκηλίδ
α
τις
πετρελαιοκηλίδ
ες
κλητική
πετρελαιοκηλίδ
α
πετρελαιοκηλίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετρελαιοκηλίδα
<
πετρέλαιο
+
-ο-
+
κηλίδα
Πετρελαιοκηλίδα
στη Λουιζιάνα των ΗΠΑ.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετρελαιοκηλίδα
θηλυκό
το
πετρέλαιο
που διέρρευσε σε υδάτινη
μάζα
(
θάλασσα
,
λίμνη
κ.λπ.) και σχημάτισε
κηλίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετρελαιοκηλίδα
αγγλικά
:
oil spill
(en)
(
oil slick
(en)
: πετρέλαιο σε λακούβα)