Ετυμολογία

επεξεργασία
pétrole < μεσαιωνική λατινική petroleum < petra + oleum < αρχαία ελληνική πέτρα + ἔλαιον

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pétrole pétroles

pétrole (fr) αρσενικό