oleum
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- oleum < αρχαία ελληνική ἔλαιον
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
oleum (la)
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oleum | olea |
γενική | oleī | oleōrum |
δοτική | oleō | oleīs |
αιτιατική | oleum | olea |
κλητική | oleum | olea |
αφαιρετική | oleō | oleīs |